- πολυάνθρωπος
- πολυ-άνθρωπος, menschenreich, bevölkert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυάνθρωπος — populous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνθρωπος — η, ο / πολυάνθρωπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο το να… … Dictionary of Greek
πολυάνθρωπος — η, ο αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, ο πολυπληθής: Πολυάνθρωπες πόλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυανθρωπότερον — πολυάνθρωπος populous adverbial comp πολυάνθρωπος populous masc acc comp sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωποτέραις — πολυάνθρωπος populous fem dat comp pl πολυανθρωποτέρᾱͅς , πολυάνθρωπος populous fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωπότατα — πολυάνθρωπος populous adverbial superl πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωπότατον — πολυάνθρωπος populous masc acc superl sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάνθρωπον — πολυάνθρωπος populous masc/fem acc sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωποτάταις — πολυάνθρωπος populous fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωποτάτη — πολυάνθρωπος populous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανθρωποτάτην — πολυάνθρωπος populous fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)